κεράστης

κεράστης
κεράστης, ου, ,
A horned,

ἔλαφος S.El.568

;

κάνθαρος Id.Ichn.300

; of a ram,

ὦ κεράστα E.Cyc.52

(lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27;

Σάτυροι Luc.Bacch.1

:—fem. [full] κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674.
II as Subst., horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57;

οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3

.
2 pest which destroys fig-trees, Thphr.HP4.14.5, 5.4.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραστής — one that mixes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — ο αυτός που κερνάει ποτά: Ο κεραστής απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραστῶν — κεράστης horned masc gen pl κεραστής one that mixes masc gen pl κεραστός mixed fem gen pl κεραστός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσται — κεράστης horned masc nom/voc pl κεράστᾱͅ , κεράστης horned masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασταί — κεραστής one that mixes masc nom/voc pl κεραστός mixed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστοῦ — κεραστής one that mixes masc gen sg κεραστός mixed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”